- κεκαυτηριασμένην
- καυτηριάζωbrandperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неистиньныи — (6*) пр. Неистинный, ложный: [Феодор] житиѥ все [св. Василия] въ || сихъ [монахах] извѣстѹ˫а... и мала˫а отсѣкающимъ ихъ. неистиньны мнихы мн˫ашеть. (оὐδ ἐν ἀληϑινοῖς... μоνασταῖς) ЖФСт XII, 53 об.; нъ въ лицемѣрьи лъжесловесьныихъ. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καυτηριάζω — (ΑΜ καυτηριάζω) [καυτήρας] 1. ιατρ. καίω με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο σίδερο πάσχοντες ιστούς τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενεργώ ιατρική καυτηρίαση 2. σχηματίζω με πυρακτωμένο σίδερο ένα σημάδι πάνω στο σώμα ζώου ή και ανθρώπου,… … Dictionary of Greek